Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Της δεκαετίας το ανάγνωσμα…

Τέσσερα αποσπάσματα, τέσσερις  δεκαετίες, τέσσερα βιβλία που διαβάσαμε κάποτε και όταν τα τελειώναμε ήταν καλοκαίρι...

Άννα Καρένινα,Λέων Τολστόη, εκδ. :Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, μτφ. : Αντ. Σαραντόπουλος

29-8-1989

Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες είναι όμοιες η μια με την άλλη μα κάθε δυστυχισμένη οικογένεια έχει τη δική της δυστυχία.
Όλα στο σπίτι των Ομπλόνσκη ήταν άνω-κάτω.
Η σύζυγος έμαθε πως ο σύζυγος είχε σχέσεις με την παλιά γαλλίδα δασκάλα στο σπίτι της και δήλωσε πως δε μπορεί να μένει μαζί του κάτω από την ίδια στέγη. Η κατάσταση αυτή συνεχιζόταν για τρίτη τώρα μέρα και δεν τυραννούσε μόνο το ίδιο το ζευγάρι μα κι όλα τα μέλη της οικογένειας και το προσωπικό. Όλα τα μέλη της οικογένειας έβλεπαν ότι δεν έχει νόημα η συμβίωση τους και ότι οι ταξιδιώτες που τυχαία έσμιξαν σ’ ένα πανδοχείο είναι λιγότερο ξένοι μεταξύ τους παρ’αυτοί τα μέλη της οικογένειας και το προσωπικό. 

Η αισθηματική αγωγή – Ιστορία ενός νέου Γκυστάβ Φλωμπέρ εκδ. : Οδυσσέας, Μτφ. : Παναγιώτης Μουλλάς

24-8-1994

Πέρα από τις στέγες απλώνονταν πορτοκαλένια σύννεφα σε σχήμα σάρπας οι τέντες
των μαγαζιών άρχιζαν να σηκώνονται αμάξια για το κατάβρεγμα  πότιζαν  τη σκόνη ,μια αναπάντεχη δροσιά έσμιγε με τις αναθυμιάσεις των καφενείων που από τις ανοιχτές τους  πόρτες , άφηναν να φαίνονται, ανάμεσα σε ασημικά και επιχρυσώσεις, μπουκέτα λουλουδιών καθρεφτισμένα μέσα στους ψηλούς καθρέφτες.
Το πλήθος βάδιζε αργά .Συντροφιές αντρών κουβέντιαζαν στη μέση του πεζοδρομίου και περνούσαν γυναίκες με τη νωχέλεια μέσα στα μάτια ,με το χρώμα εκείνο της καμέλιας που δίνει στη γυναικεία σάρκα η κόπωση της μεγάλης ζέστης. Κάτι τεράστιο διαχυνόταν ,τύλιγε τα σπίτια. Ποτέ το Παρίσι δεν του είχε φανεί ωραιότερο .Έβλεπε στο μέλλον μόνο μια ατέλειωτη σειρά από χρόνια γεμάτα έρωτα.

Το καλοκαίρι  Αλμπέρ Καμύ εκδ.:Πατάκη μτφ .: Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ/Μαρία Κασαμπαλόγλου- Ρομπλέν

26-7-2004

Κι όντως ήξερα .Ίσως κι ακόμα ξέρω. Κανείς όμως δε θέλει ένα τέτοιο μυστικό, ούτε κι εγώ βέβαια μπορώ να προδώσω τους δικούς μου .Ζω με την οικογένεια μου που πιστεύει πως βασιλεύει σε πλούσιες κι απαίσιες πόλεις χτισμένες με πέτρα και ομίχλη .Μέρα και νύχτα μιλά δυνατά, κι όλα λυγίζουν μπροστά σ’εκείνη που δε λυγίζει μπροστά σε τίποτα: σφραγίζει τα’ αυτιά της σ’ όλα τα μυστικά. Η δύναμή της με στηρίζει αλλά , μου φέρνει και πλήξη, συχνά οι φωνές της με κουράζουν.
Η δυστυχία όμως είναι και δική μου, έχουμε το ίδιο αίμα.
Ανάπηρος κι εγώ, συνένοχος και θορυβώδης, δε φώναξα μήπως ανάμεσα σε πέτρες;
Έτσι πασχίζω να ξεχάσω ,περπατώ στις πόλεις μας από φωτιά και σίδερο ,χαμογελώ γενναία στη νύχτα, καλώ τις καταιγίδες, θα είμαι πιστός.
Στην ουσία, λησμόνησα : δραστήριος και κουφός από δω και πέρα. Ίσως όμως μια μέρα ,όταν θα είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε από εξάντληση και από άγνοια, θα μπορέσω ν’απαρνηθώ τους κακόγουστους τάφους μας για να πάω να ξαπλώσω στην κοιλάδα, κάτω από το ίδιο φως και να μάθω για τελευταία φορά αυτά που ξέρω.
  
Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος, Γιώργος Σκαμπαρδώνης εκδ.:E.Γ.

11-8-2012

Ο Στελάς γέρος πια και γνωστός παλικαράς από την υπόθεση Λαμπράκη λιμενεργάτης  ,θηριώδης ,με χέρια τανάλιες ,καθόταν στ’ αμπάρι ,πάνω στα σακιά έτρωγε ψωμί με κασέρι και σκόρδο ,κάπνιζε κι έλεγε ιστορίες. Λέγανε πως μετά τις ανακρίσεις που του είχανε κάνει τότε ,το 1963,και την κατακραυγή του κόσμου είχε πειραχτεί το μυαλό του και είχε κολλήσει στην εποχή της χούντας που τον αποκατέστησαν και απόχτησε πάλι δύναμη-θα πεις έτσι κι αλλιώς ,δεν είναι λίγοι κείνοι που το μυαλό τους έχει κολλήσει πολιτικά σε άλλες εποχές.

Ο Στελάς ποτέ δεν δούλευε .Κάθε πρωί με το τσουρμάρισμα ,μόλις μάθαινε σε ποιο καράβι τον βάλανε ,πήγαινε παρακάτω ,στον Οίκο του Ναύτου ,όπου περίμεναν ουρά οι άνεργοι, οι έκτακτοι. Διάλεγε έναν κακομοίρη να δουλέψει στη θέση του. Του έδινε το ένα τέταρτο του δικού του μεροκάματου-κι αυτός καθόταν και τον έβλεπε να φορτώνει ή να ξεφορτώνει –όπως και σήμερα. Τον επέβλεπε, τον έβριζε, κάπνιζε κι έλεγε ιστορίες.

Τα ίδια κάνανε κι άλλοι μόνιμοι που ήταν ευνοούμενοι της τωρινής κατάστασης. Βάζανε άλλους να δουλεύουν στη θέση τους και τους δίνανε το ένα τέταρτο του δικού τους μεροκάματου –αν είχε υπερωρίες ή παραπάνω τονάζ απ’ το κανονικό παίρνανε κι απ’ αυτές, όταν βιαζόταν το καράβι να φύγει, για να μην πληρώσει σταλίες.