τον έστειλαν να δουλέψει σε ορυχεία ουρανίου...
* * *
Ο Echenoz επιλέγει μόνο μερικά σημαντικά επεισόδια από την αθλητική σταδιοδρομία του Ζάτοπεκ, κάποια γνωρίσματα του χαρακτήρα του, λίγα ανέκδοτα.Αυτό που κυρίως επιδιώκει είναι να δείξει τι τον ενέπνεε, ποιο ήταν το νόημα της προσπάθειας του ανθρώπου που πήρε την προσωνυμία "τσέχικη ατμομηχανή". Με ανάλαφρες πινελιές, με διάθεση μεταξύ ειρωνείας και αγανάκτησης, περιγράφει το πολιτικό κλίμα της εποχής, τότε που μια λαϊκή δημοκρατία προσπαθούσε να επωφεληθεί από τις επιτυχίες του πρωταθλητή της.
Ο Echenoz δεν βλέπει στον Ζάτοπεκ τον νιτσεϊκό υπεράνθρωπο. Δεν επιχειρεί καμιά εξιδανίκευση. Αδιαφορεί για τον μύθο και τις ηρωικές αρετές.Αυτό που του αρέσει είναι τούτος ο άνθρωπος με το πλατύ χαμόγελο, ο γενναιόδωρος και πολύγλωσσος,που πιάστηκε στη μέγγενη του καθεστώτος.Του αρέσει η άχαρη πλευρά της προσπάθειας, ο πραγματικός πόνος, οι μορφασμοί, η περιφρόνηση του ωραίου στυλ.Πάνω απ' όλα, η ελαφράδα και η χάρη, ο διασκελισμός και η εκτίναξη, ο τρόπος που ενώνονται τα αντίθετα σ’ ένα σώμα βαρύ, που υποφέρει.
Τελικά, γιατί όταν διαβάζουμε Echenoz -και ιδιαίτερα τον Δρόμο αντοχής-, αισθανόμαστε αυτή την απόλυτη αγαλλίαση;Patrick Kechichian, Le Monde
Ο συγγραφέας Τζον Κουτσί, μακαρίτης πια, είναι το αντικείμενο βιβλίου που σκοπεύει να γράψει ένας νεαρός άγγλος βιογράφος. Στόχος του είναι να επικεντρωθεί στην περίοδο 1972-77, όταν ο τριαντάρης τότε Κουτσί ζούσε με τον χήρο πατέρα του σ' ένα μίζερο σπιτάκι σε προάστιο του Κέιπ Τάουν. Κατά τον βιογράφο είναι η περίοδος που ο Κουτσί «έκανε τα πρώτα του βήματα ως συγγραφέας».
Χωρίς να έχει γνωρίσει τον Κουτσί, ο επίδοξος βιογράφος οργανώνει μια σειρά συνεντεύξεων με πρόσωπα που υπήρξαν σημαντικά στη ζωή του συγγραφέα - με μια παντρεμένη με την οποία είχε δεσμό, με την αγαπημένη του εξαδέλφη, τη Μάργκο, με μια βραζιλιάνα χορεύτρια, στην κόρη της οποίας έκανε μαθήματα αγγλικών, με παλιούς φίλους και συνεργάτες του. Από τις μαρτυρίες τους προκύπτει ένα πορτρέτο του νεαρού Κουτσί ως ανθρώπου αδέξιου, δύσκαμπτου στις προσωπικές και κοινωνικές επαφές, φανατικού λάτρη των βιβλίων. Η ευρύτερη οικογένειά του τον βλέπει σαν το μαύρο της πρόβατο, σαν κάποιον που προσπάθησε να δραπετεύσει από τα όρια της φυλής και τώρα επιστρέφει φρονηματισμένος. Στη Νότιο Αφρική της εποχής εκείνης η εμμονή του με τη χειρωνακτική εργασία, τα μακριά του μαλλιά, τα γένια του, οι φήμες ότι γράφει ποιήματα εγείρουν αποκλειστικά και μόνον υποψίες.
Χωρίς να έχει γνωρίσει τον Κουτσί, ο επίδοξος βιογράφος οργανώνει μια σειρά συνεντεύξεων με πρόσωπα που υπήρξαν σημαντικά στη ζωή του συγγραφέα - με μια παντρεμένη με την οποία είχε δεσμό, με την αγαπημένη του εξαδέλφη, τη Μάργκο, με μια βραζιλιάνα χορεύτρια, στην κόρη της οποίας έκανε μαθήματα αγγλικών, με παλιούς φίλους και συνεργάτες του. Από τις μαρτυρίες τους προκύπτει ένα πορτρέτο του νεαρού Κουτσί ως ανθρώπου αδέξιου, δύσκαμπτου στις προσωπικές και κοινωνικές επαφές, φανατικού λάτρη των βιβλίων. Η ευρύτερη οικογένειά του τον βλέπει σαν το μαύρο της πρόβατο, σαν κάποιον που προσπάθησε να δραπετεύσει από τα όρια της φυλής και τώρα επιστρέφει φρονηματισμένος. Στη Νότιο Αφρική της εποχής εκείνης η εμμονή του με τη χειρωνακτική εργασία, τα μακριά του μαλλιά, τα γένια του, οι φήμες ότι γράφει ποιήματα εγείρουν αποκλειστικά και μόνον υποψίες.
Η ιστορία ξεκινά στο Κογκό το 1903 και καταλήγει σε μια φυλακή του Λονδίνου, ένα πρωινό του 1916. Πρόκειται για την περιπέτεια της ζωής ενός θρύλου: του Ιρλανδού Ρότζερ Κέιζμεντ. Ήρωας και προδότης, ηθικός και ανήθικος, o Κέιζμεντ ήταν ένας από τους πρώτους Ευρωπαίους που κατήγγειλαν τη φρίκη της αποικιοκρατίας. Όσα είδε στα δύο ταξίδια του, στο Βελγικό Κογκό και στην Αμαζονία της Νότιας Αμερικής, σημάδεψαν τον Κέιζμεντ για πάντα, ωθώντας τον να αλλάξει πλεύση, στην περίπτωση αυτή πνευματική και πολιτική, με καταστροφικά αποτελέσματα. Έτσι, ήρθε αντιμέτωπος με την Αγγλία που θαύμαζε και στρατεύτηκε ενεργά στην υπόθεση του ιρλανδικού εθνικισμού. Όμως και στην προσωπική του ζωή ο Κέιζμεντ ήταν μια σύνθετη προσωπικότητα: η δημοσίευση αποσπασμάτων από ημερολόγια αμφίβολης γνησιότητας έφεραν στο φως σκανδαλώδεις σεξουαλικές περιπέτειες, οι οποίες προκάλεσαν την περιφρόνηση πολλών συμπατριωτών του.
Ένα μείζον μυθιστόρημα του Μάριο Βάργκας Λιόσα, το πρώτο που έγραψε ο συγγραφέας μετά τη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, περιγράφει μια υπαρξιακή περιπέτεια, στην οποία το σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής εμφανίζεται στην πιο καθαρή και, κατά συνέπεια, στην πιο βρόμικη μορφή του.
Ένα μείζον μυθιστόρημα του Μάριο Βάργκας Λιόσα, το πρώτο που έγραψε ο συγγραφέας μετά τη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, περιγράφει μια υπαρξιακή περιπέτεια, στην οποία το σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής εμφανίζεται στην πιο καθαρή και, κατά συνέπεια, στην πιο βρόμικη μορφή του.
Μια νύχτα, ο Σαμουέλ Ρίβα, ένας σεβαστός εκδότης λογοτεχνίας που έχει βγει πλέον σε σύνταξη, βλέπει ένα προφητικό όνειρο που διαδραματίζεται στο Δουβλίνο, πόλη που δεν έχει επισκεφτεί ποτέ στη ζωή του. Πείθει τότε κάποιους φίλους του να ταξιδέψουν μαζί στην πόλη του Οδυσσέα του Τζόυς και να οργανώσουν μια παράξενη επικήδεια τελετή για την εποχή της τυπογραφίας, αφού βλέπει την ψηφιακή εποχή ήδη να κατακλύζει τον κόσμο.
Ο Ενρίκε Βίλα-Μάτας επιστρέφει μ' ένα έργο που παρωδεί το τέλος του κόσμου, ενώ ταυτόχρονα προβληματίζεται σχετικά με το τέλος μιας λογοτεχνικής εποχής. Λαμπρό μυθιστόρημα, ανοιχτό σε διαφορετικές αναγνώσεις, γεμάτο εκπλήξεις, φαντάσματα και εκπληκτικό χιούμορ, η "Δουβλινιάδα" θεωρείται το πιο βατό και πετυχημένο, μέχρι σήμερα, βιβλίο του σπουδαίου αυτού ισπανού συγγραφέα.
Ο Ενρίκε Βίλα-Μάτας επιστρέφει μ' ένα έργο που παρωδεί το τέλος του κόσμου, ενώ ταυτόχρονα προβληματίζεται σχετικά με το τέλος μιας λογοτεχνικής εποχής. Λαμπρό μυθιστόρημα, ανοιχτό σε διαφορετικές αναγνώσεις, γεμάτο εκπλήξεις, φαντάσματα και εκπληκτικό χιούμορ, η "Δουβλινιάδα" θεωρείται το πιο βατό και πετυχημένο, μέχρι σήμερα, βιβλίο του σπουδαίου αυτού ισπανού συγγραφέα.