Το ραντεβού με το αγαπημένο ποίημα, δεν μπορεί να είναι προγραμματισμένο. Θα ‘ρθει να σε βρει και θα σε χτυπήσει στο κεφάλι. Μπορεί να ξεχάσεις τις λέξεις αλλά όχι την αίσθηση.
Το να αποφασίσεις να διαβάσεις μια ιστορία, να μείνεις δηλαδή για κάποιο χρονικό διάστημα στη σιωπή απέναντι στον εαυτό σου είναι ένα βήμα...το να ανοίξεις ένα βιβλίο με ποιήματα όμως είναι μια γενναία απόφαση, είναι σαν να κάνεις εγχείρηση στον εαυτό σου. Κινδυνεύεις να βρεθείς αντιμέτωπος με προαιώνιες αλήθειες όχι από το νόημα των στίχων ή μόνο από αυτό αλλά από την αντήχηση εντός σου μιας αίσθησης .
Μιλάμε για σωματικές αντιδράσεις. Αντέχετε;
«If» του Rudyard Kipling
Επιλογή: Ασημάκης Κατσιαρής
IF you can keep your head when all about you
Are losing theirs and blaming it on you,
If you can trust yourself when all men doubt you,
But make allowance for their doubting too;
If you can wait and not be tired by waiting,
Or being lied about, don't deal in lies,
Or being hated, don't give way to hating,
And yet don't look too good, nor talk too wise:
Are losing theirs and blaming it on you,
If you can trust yourself when all men doubt you,
But make allowance for their doubting too;
If you can wait and not be tired by waiting,
Or being lied about, don't deal in lies,
Or being hated, don't give way to hating,
And yet don't look too good, nor talk too wise:
If you can dream - and not make dreams your master;
If you can think - and not make thoughts your aim;
If you can meet with Triumph and Disaster
And treat those two impostors just the same;
If you can bear to hear the truth you've spoken
Twisted by knaves to make a trap for fools,
Or watch the things you gave your life to, broken,
And stoop and build 'em up with worn-out tools:
If you can think - and not make thoughts your aim;
If you can meet with Triumph and Disaster
And treat those two impostors just the same;
If you can bear to hear the truth you've spoken
Twisted by knaves to make a trap for fools,
Or watch the things you gave your life to, broken,
And stoop and build 'em up with worn-out tools:
If you can make one heap of all your winnings
And risk it on one turn of pitch-and-toss,
And lose, and start again at your beginnings
And never breathe a word about your loss;
If you can force your heart and nerve and sinew
To serve your turn long after they are gone,
And so hold on when there is nothing in you
Except the Will which says to them: 'Hold on!'
And risk it on one turn of pitch-and-toss,
And lose, and start again at your beginnings
And never breathe a word about your loss;
If you can force your heart and nerve and sinew
To serve your turn long after they are gone,
And so hold on when there is nothing in you
Except the Will which says to them: 'Hold on!'
If you can talk with crowds and keep your virtue,
' Or walk with Kings - nor lose the common touch,
if neither foes nor loving friends can hurt you,
If all men count with you, but none too much;
If you can fill the unforgiving minute
With sixty seconds' worth of distance run,
Yours is the Earth and everything that's in it,
And - which is more - you'll be a Man, my son!
' Or walk with Kings - nor lose the common touch,
if neither foes nor loving friends can hurt you,
If all men count with you, but none too much;
If you can fill the unforgiving minute
With sixty seconds' worth of distance run,
Yours is the Earth and everything that's in it,
And - which is more - you'll be a Man, my son!
MEMORIA D’OFELIA D’ALBA του Giuseppe Ungaretti
1932
1932
Επιλογή: Peter Taylor
Da voi, pensosi
innanzi tempo,
Troppo presto
Tutta la luce vana fu bevuta,
Begli occhi
sazi nelle chiuse palpebre
Ormai prive di peso,
E in voi immortali
Le
cose che tra dubbi prematuri
Seguiste ardendo del loro mutare,
Cercano
pace,
E a fondo in breve del vostro silenzio
Si fermeranno,
Cose
consumate:
Emblemi eterni, nomi,
Evocazione pure...
innanzi tempo,
Troppo presto
Tutta la luce vana fu bevuta,
Begli occhi
sazi nelle chiuse palpebre
Ormai prive di peso,
E in voi immortali
Le
cose che tra dubbi prematuri
Seguiste ardendo del loro mutare,
Cercano
pace,
E a fondo in breve del vostro silenzio
Si fermeranno,
Cose
consumate:
Emblemi eterni, nomi,
Evocazione pure...
Ο Βασιλιάς της Ασίνης του Γιώργου Σεφέρη
Επιλογή: Βασίλης Τελ.
Ασίνην Τε...
ΙΛΙΑΔΑ
Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω γύρω το κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα
πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου παγονιού
μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.
Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ' άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τις
πάλευε να ξεφύγη το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.
Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
Kανένα πλάσμα ζωντανό τ' αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνηες που τον γυρεύουμε δυό χρόνια τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ' όλους κι από τον Όμηρο
μόνο μιά λέξη στης Ιλιάδα κι ' εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα,
κι ο ίδιος ήχος μές στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ' την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
"Ασίνην τε... Ασίνην τε..."
και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του
αραγμένα σ' άφαντο λιμάνι,
κάτω απ' την προσωπίδα ένα κενό.
Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βοστρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξη
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή πού γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σάν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει ο χείμαρρος του ήλιου
με τ' αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.
Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι' αναρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις αιχμές
τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα και της φθοράς
υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτα παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιάς ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα μές στο βούρκο
είκόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιάς πίκρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.
Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μιά νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φώς σάν τη σαϊτα πάνω στο σκουτάρι:
"Ασίνην τε Ασίνην τε...". Νά' ταν ο βασιλιάς της Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρόπολη
αγγίζοντας κάποτε με τα δάκτυλά μας την αφή του πάνω στις πέτρες.
Ασίνη, καλοκαίρι '38 - Αθήνα, Ιαν. '40
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα
πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου παγονιού
μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.
Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ' άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τις
πάλευε να ξεφύγη το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.
Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
Kανένα πλάσμα ζωντανό τ' αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνηες που τον γυρεύουμε δυό χρόνια τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ' όλους κι από τον Όμηρο
μόνο μιά λέξη στης Ιλιάδα κι ' εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα,
κι ο ίδιος ήχος μές στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ' την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
"Ασίνην τε... Ασίνην τε..."
και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του
αραγμένα σ' άφαντο λιμάνι,
κάτω απ' την προσωπίδα ένα κενό.
Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βοστρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξη
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή πού γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σάν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει ο χείμαρρος του ήλιου
με τ' αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.
Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι' αναρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις αιχμές
τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα και της φθοράς
υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτα παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιάς ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα μές στο βούρκο
είκόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιάς πίκρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.
Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μιά νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φώς σάν τη σαϊτα πάνω στο σκουτάρι:
"Ασίνην τε Ασίνην τε...". Νά' ταν ο βασιλιάς της Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρόπολη
αγγίζοντας κάποτε με τα δάκτυλά μας την αφή του πάνω στις πέτρες.
Ασίνη, καλοκαίρι '38 - Αθήνα, Ιαν. '40
«Οι Μοιραίοι» του Κώστα Βάρναλη
Επιλογή: Νικολέτα Τσιαμπά
Μες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ ΄ η παρέα πίναμε΄ εψές΄
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια
Σφιγγόταν ένας πλάϊ στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
'Οσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
΄Ηλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό'
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό'
στο Παλαμήδι ο γιός του Μάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
- Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
- Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιός φταίει; ποιός φταίει; Κανένα στόμα
δεν τό βρε και δεν τό πε ακόμα.
' Ετσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ ΄ η παρέα πίναμε΄ εψές΄
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια
Σφιγγόταν ένας πλάϊ στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
'Οσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
΄Ηλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό'
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό'
στο Παλαμήδι ο γιός του Μάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
- Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
- Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιός φταίει; ποιός φταίει; Κανένα στόμα
δεν τό βρε και δεν τό πε ακόμα.
' Ετσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
Ανδρέας Εμπειρίκος, Τριαντάφυλλα στο παράθυρο, από την Υψικάμινο (1935)
Επιλογή: Γιάννης Sam.
Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.
Νέα περί του θανάτου του ισπανού ποιητού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στις 19 Αυγούστου του 1936 μέσα στο χαντάκι του Καμίνο Ντε Λα Φουέντε του Νίκου Εγγονόπουλου
Επιλογή: Γιάννης Ζελιαναίος
…una accion vil y disgraciado.
η τέχνη κι η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε
να πεθάνουμε
περιφρόνησις απόλυτη
αρμόζει
σ’ όλους αυτούς τους θόρυβους
τις έρευνες
τα σχόλια επί σχολίων
που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν
αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες
γύρω από τις μυστηριώδικες κι αισχρές συνθήκες
της εκτελέσεως του κακορρίζικου του Λόρκα
υπό των φασιστών
μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει
πως
από καιρό τώρα
- και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα –
Είθισται
να δολοφονούν
τους ποιητάς
Υπόμνηση του Τάσου Λειβαδίτη
Επιλογή: Χρήστος Ζάχος
Το δωμάτιο συνοικιακό, με λιγοστά έπιπλα, σαν περικοπή απ’ το ευαγγέλιο – έτσι τέλειωσαν όλα γρήγορα και η Ιωάννα κλαίγοντας πίσω απ’ το σταθμό, εξάλλου ήταν ένα μυστικό υπέροχο που το ξεχνούσα μόλις πήγαινα να το πω, άνοιξα τότε τη θήκη του βιολιού – και μόνο, καμιά φορά, με πιάνει το παράπονο και φοράω τη γραβάτα μου μ’ έναν τέτοιο τρόπο, που να καταλάβουν, επιτέλους,
Ότι είμαι από καιρό κρεμασμένος.
«Μικρό απόσπασμα από την Γραφή Α΄ -ΙΙ» της Μαντώ Αραβαντινού
Επιλογή: Όλγα Πλαστήρα
Παρίσταμαι, δεν διαγράφομαι σε σχήμα.
Κανείς δεν διαγράφεται από ασχημάτιστο χρώμα
Έμιλυ Ντίκινσον, 44 Ποιήματα & 3 Γράμματα
Επιλογή: Κίκο Πάσταφλώρα
Το Νερό, μαθαίνεται απ' τη δίψα.
Η Στεριά-απ'το αρμένισμα στα Πέλαγα.
Η Έκσταση-απ΄τήν οδύνη-
Η Ειρήνη, απ΄ των πολέμων της τό χρονικό-
Η Αγάπη, απ΄ τού τάφου τό ανάγλυφο-
Τα Πουλιά, απ΄ τό χιόνι
Ο Ποιητής λέει την αλήθεια του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Επιλογή: Βαγγελντίνα Σφακιανού
θέλω να κλάψω τον πόνο μου και στο λέω
για να μ' αγαπήσεις και να με κλάψεις
κάποιο απόβραδο αηδονιών
μ' ένα στιλέτο, με φιλιά και με σένα.
Θέλω ν' αφανίσω το μοναδικό τεκμήριο
για τη δολοφονία των λουλουδιών μου
και να μετατρέψω το θρήνο μου και τους ιδρώτες μου
σ' αιώνιο σωρό σκληρού σταριού.
Να μη σωθεί ποτέ το κουβάρι
του σ' αγαπώ μ' αγαπάς, παντοτινά φλογερό
με υπέργηρο ήλιο κι αρχαία σελήνη'
Κι αυτό που δε μου δίνεις και δε σου ζητώ
να 'ναι του θανάτου, να μην αφήσει
μήτε έναν ίσκιο για την τρικυμισμένη σάρκα.
Η Στεριά-απ'το αρμένισμα στα Πέλαγα.
Η Έκσταση-απ΄τήν οδύνη-
Η Ειρήνη, απ΄ των πολέμων της τό χρονικό-
Η Αγάπη, απ΄ τού τάφου τό ανάγλυφο-
Τα Πουλιά, απ΄ τό χιόνι
Ο Ποιητής λέει την αλήθεια του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Επιλογή: Βαγγελντίνα Σφακιανού
θέλω να κλάψω τον πόνο μου και στο λέω
για να μ' αγαπήσεις και να με κλάψεις
κάποιο απόβραδο αηδονιών
μ' ένα στιλέτο, με φιλιά και με σένα.
Θέλω ν' αφανίσω το μοναδικό τεκμήριο
για τη δολοφονία των λουλουδιών μου
και να μετατρέψω το θρήνο μου και τους ιδρώτες μου
σ' αιώνιο σωρό σκληρού σταριού.
Να μη σωθεί ποτέ το κουβάρι
του σ' αγαπώ μ' αγαπάς, παντοτινά φλογερό
με υπέργηρο ήλιο κι αρχαία σελήνη'
Κι αυτό που δε μου δίνεις και δε σου ζητώ
να 'ναι του θανάτου, να μην αφήσει
μήτε έναν ίσκιο για την τρικυμισμένη σάρκα.
Cigarettes and whiskey and wild, wild women της Anne Sexton
Επιλογή: Γιώτα Παναγιώτου
Perhaps I was born kneeling,
born coughing on the long winter,
born expecting the kiss of mercy,
born with a passion for quickness
and yet, as things progressed,
I learned early about the stockade
or taken out, the fume of the enema.
By two or three I learned not to kneel,
not to expect, to plant my fires underground
where none but the dolls, perfect and awful,
could be whispered to or laid down to die.
Now that I have written many words,
and let out so many loves, for so many,
and been altogether what I always was -
a woman of excess, of zeal and greed,
I find the effort useless.
Do I not look in the mirror,
these days,
and see a drunken rat avert her eyes?
Do I not feel the hunger so acutely
that I would rather die than look
into its face?
I kneel once more,
in case mercy should come
in the nick of time.
born coughing on the long winter,
born expecting the kiss of mercy,
born with a passion for quickness
and yet, as things progressed,
I learned early about the stockade
or taken out, the fume of the enema.
By two or three I learned not to kneel,
not to expect, to plant my fires underground
where none but the dolls, perfect and awful,
could be whispered to or laid down to die.
Now that I have written many words,
and let out so many loves, for so many,
and been altogether what I always was -
a woman of excess, of zeal and greed,
I find the effort useless.
Do I not look in the mirror,
these days,
and see a drunken rat avert her eyes?
Do I not feel the hunger so acutely
that I would rather die than look
into its face?
I kneel once more,
in case mercy should come
in the nick of time.
Το πλοίο…Ανώνυμου
Επιλογή: Νανά Κουρκούνη
Όταν μπορείς να κρατηθείς
κι όταν θέλεις κάτι να πεις, δεν μπορείς
Βυθίσου, βυθίσου, βυθίσου, βυθίσου
Το πλοίο γέρνει σάπισε και κατεβαίνει
Βυθίσου, βυθίσου, βυθίσου, βυθίσου
Ένας βράχος μπροστά ρίξτου μιά ματιά
Βυθίσου, βυθίσου, βυθίσου, βυθίσου
Ένας βράχος μπροστά σ’ έφαγε η μιζεριά
Βυθίσου, βυθίσου, βυθίσου, βυθίσου
Το πλοίο πλέει κι εγώ εδώ
στης θάλασσας τον βυθό
Κρατήσου, κρατήσου και βυθίσου
στα ιερά νερά του μεγάλου βυθού
και του απέραντου ωκεανού.
«Κι αν μου ρημάξατε το γήπεδο» του Νίκου – Αλέξη Ασλάνογλου
Επιλογή: Βιβλιοπωλείο Φοίβη
Κι αν μου ρημάξατε το γήπεδο η καρδιά μου είναι
κόκκινο τούβλο και υλικό για οικοδομές
σα φυσαρμόνικα μέσα στην κατεδάφιση
κόκκινο τούβλο και υλικό για οικοδομές
σα φυσαρμόνικα μέσα στην κατεδάφιση
Κι αν τσουρουφλίζεται στον ήλιο αυτός ο κάμπος
θα γίνω δροσερός καρπός λουλούδι απόβραδο
βλασταίνοντας τα παιδικά σου μάτια
θα γίνω δροσερός καρπός λουλούδι απόβραδο
βλασταίνοντας τα παιδικά σου μάτια
Κι αν βρέχει στο μικρό σταθμό θα σέρνω
τη μουσική σου μέσα στα χαλάσματα
σαν ξοδεμένο φως στο νεροχύτη
τη μουσική σου μέσα στα χαλάσματα
σαν ξοδεμένο φως στο νεροχύτη