Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Remember Death


Οι συγγραφείς ξοδεύουν αμέτρητες ώρες στην απομόνωση, και κάποιοι στηρίζονται στα αγαπημένα αντικείμενα για να πάρουν θάρρος, να αισθανθούν ανακούφιση και συντροφιά. Ο Dickens, για παράδειγμα, είχε στο γραφείο του μια σειρά από μικρές φιγούρες, όπως μπρούτζινους βάτραχους και ένα πορσελάνινο πιθηκάκι, τοποθετημένες σε συγκεκριμένη σειρά.  Το γραφείο του Roald Dahl έβριθε από αναμνηστικά μεταξύ των οποίων υπήρχε και ένα δικό του οστό που του είχε αφαιρεθεί από επέμβαση μετά την πτώση του αεροσκάφους της RAF όπου επέβαινε κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Ο Don DeLillo πριν στρωθεί στο γράψιμο, κρατάει μια φωτογραφία του Μπόρχες, στο χέρι του…   χάνεται στο πρόσωπο του, «άγριο, τυφλό ,τα ρουθούνια του χάσκοντα»,δήλωσε στο Paris review. 
Όταν ζητήσαμε από το Russell  Banks ,του οποίου η νέα συλλογή διηγημάτων «A permanent member of family», κυκλοφορεί σήμερα να συνεισφέρει σε αυτή την έρευνα, διάλεξε να γράψει για το δικό του βραβευμένο μπιμπελό. Για πέντε δεκαετίες μοιράζεται το γραφείο του με έναν διακοσμητικό άγγελο από αυτούς που συναντάμε στα μνήματα. Η επιγραφή του, εντολή και υπενθύμιση ,υπήρξε έμπνευση σε όλη τη συγγραφική ζωή του Banks.
«Διάβασα τη φράση ,πενήντα χρόνια πριν σε ένα σκοτεινό και σκονισμένο μαγαζί με  μεταχειρισμένα έπιπλα στο Keene του New Hampshire, REMEMBER DEATH. Κεφαλαία. Ήταν χαραγμένη κάτω από κεφάλι ενός αγγέλου με μεγάλα μάτια και μισάνοιχτο στόμα ,γύψινου αγγέλου βγαλμένου από ταφόπλακα του τέλους του 17ου και τις αρχές του 18ου αιώνα. Θα το θυμόμουν ,αν είχα πληρώσει πάνω από δέκα δολάρια, καθώς  ήμουν νιόπαντρος ,δούλευα σαν μαθητευόμενος υδραυλικός και ζούσα μετρημένα».

 
Ήταν ένα ενθύμιο. Δε νομίζω ότι γνώριζα ακριβώς τι ήταν ,ένα ενθύμιο θανάτου,αν και μεγαλώνοντας στο New Hampshire και στην ανατολική Μασαχουσέτη είχα δει πολλά από αυτά σε παλιά νεκροταφεία κι εκκλησίες, κυρίως μου φαίνονταν σα δυσάρεστες υπενθυμίσεις του πουριτανισμού ,της τιμωρίας για κάποιο αμάρτημα, της φλόγας της κόλασης….περισσότερο ανατριχιαστικό παρά θρησκευτικό συναίσθημα Αυτό το 1963.
Ήμουν  ακραιφνώς       άθρησκος  και μαζί  με οτιδήποτε ήταν κόντρα στον πουριτανισμό. Αλλά κάτι σε αυτό το αντικείμενο με διαπέρασε. Σαν να μην είχα συνδέσει ποτέ αυτές τις λέξεις, σα να μην είχα εμβαθύνει στο νόημα της κάθε μιας ξεχωριστά, ή να μην είχα υπολογίσει αυτή την επιτακτική παρόρμηση . 

Και έπρεπε να το αποκτήσω και να το κουβαλήσω στο μικρό μας διαμέρισμα να το κρεμάσω πάνω από το γραφείο που δουλεύω έτσι ώστε κάθε φορά που θα κοίταζα ψηλά πάνω στον αγώνα μου να γράψω τα πρώτα ποιήματα και ιστορίες μου να το έβλεπα και να θυμόμουν το θάνατο. Το οποίο δεν είναι εύκολο να κάνεις όταν είσαι στην πρώτη νιότη, σε εξαιρετική φυσική κατάσταση, δεν έχεις ζήσει πόλεμο, δεν έχεις χάσει κάποιον δικό σου. Ακόμη και ο Jack Kennedy ήταν τότε ζωντανός και υγιής στην Washington D.C.
Διότι το να θυμάσαι το θάνατο είναι σαν να κοιτάς ταυτόχρονα σε δύο πλευρές όταν είναι να διασχίσεις το δρόμο και να ατενίζεις ταυτόχρονα παρελθόν και μέλλον. Δεν είναι ένα μια τάση, ένα κλείσιμο του ματιού για να σου θυμίσει κάτι. Είναι κάτι σαν τον τίτλο της αυτοβιογραφίας του Morrison. «Κανείς δεν θα βγει ζωντανός από εδώ». Όχι σε ένα δεύτερο επίπεδο, πέρα από το καθαρά προσωπικό, το pop ρομαντικό,  πέρα από την πολιτική, την ιστορία πέρα ακόμη από τη γενοκτονία και την τρομοκρατία φωνάζει μην ξεχνάς. Το πήρα σαν εντολή κι όχι σαν μια απλή υπενθύμιση.
Οι αρχαίοι βουδιστές προέτρεπαν ο ένας τον άλλον να θυμάται το θάνατο, και χωρίς αμφιβολία οι Χετταίοι έκαναν κατά κάποιο τρόπο το ίδιο. Οι homo sapiens που αφάνισαν τους Neanderthals,  ζωγράφισαν στους τοίχους των σπηλιών τους εικόνες ζωής και θανάτου.
Ίσως ακόμη και οι Neanderthals   να θυμόνταν το θάνατο αν και δεν υπάρχουν εικόνες να το επιβεβαιώνουν. Η επίταξη η ανάγκη να θυμάται κανείς το θάνατο είναι δεμένη με την ανθρώπινη συνείδηση. Πιθανόν γιατί είναι πολύ εύκολο να τον ξεχάσεις κυρίως σε πολιτισμούς όπως τον δικό μας όπου κάνουμε κάθε προσπάθεια να μην υπάρχει στον ορίζοντά μας οτιδήποτε σχετικό με αυτόν…ακόμη κι όταν αυτό είναι αδύνατο, μεταβάλουμε τη γλώσσα έτσι ώστε δεν αναγκαζόμαστε να λέμε… η μητέρα πέθανε, μπορούμε να πούμε κατέληξε. Η πλειοψηφία των Αμερικανών, πιστεύει στον παράδεισο στον οποίο μετοικούμε αφού «καταλήξουμε» κι εκεί έχουμε καλύτερους γείτονες κι ομορφότερα σπίτια. Μια μικρή μειοψηφία πιστεύει στην κόλαση και το μεγαλύτερο μέρος της θεωρεί  ότι δεν ανήκει εκεί….η κόλαση είναι για τους άλλους, κυρίως τους μη πιστούς ,συγκεκριμένα τους μη χριστιανούς.
 
Τον Ιανουάριο του 2013,επι τη ευκαιρία των επικείμενων εξηκοστών γενεθλίων μου, η γυναίκα μου, η κόρη μου και ο άντρας της και δυο παλιοί φίλοι μου, ανεβήκαμε στο Κιλιμάντζαρο. Ο ένας από τους φίλους ήταν ο Mark Saxe, χαράκτης και γλύπτης από το Νew Mexico. Εν αγνοία μου στα μισά της διαδρομής η γυναίκα μου ανέθεσε στον Mark να ξεκολλήσει ένα τραχύ κομμάτι γκρι γρανίτη ,αρκετά μεγάλο ώστε να καλύπτει ένα τάφο και να σκαλίσει επάνω του τις λέξεις REMEMBER DEATH.
Αρχές Μαρτίου λίγο πριν τα γενέθλια μου ένα μεγάλο ξύλινο κλουβί έφτασε σπίτι. Ζύγιζε 200 pounds και μου πήρε μία ώρα για να το ανοίξω. Η πέτρα έχει το μέγεθος ενός ξαπλωμένου λαμπραντόρ. Οι λέξεις έχουν χαραχτεί όμορφα με στοιχεία Times Roman.Υπάρχει η ημερομηνία της γέννησης μου ,όχι του θανάτου μου …πράγμα για το οποίο είμαι ευγνώμων.


Τα βιβλία του Russell Banks στα ελληνικά ΕΔΩ



                                                                                                            Joe Fassler
                                                                                                          (The Atlantic)