Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Στρατής Τσίρκας / Χαμένη Άνοιξη / εκδ. Κέδρος

Αθήνα, Ιούλιος 1965
Σελ.1: Τρίτη βδομάδα που ξαναγύρισα στην πατρίδα, κι όσο περνούν οι μέρες, όλο και πιο πολύ πιστεύω, πως απ’ όλες τις πόλεις του κόσμου, στην Αθήνα μπορείς να έχεις τα πιο ανέλπιστα συναπαντήματα.
 
Αθήνα, Ιούλιος 2011
Δεν μπορεί να ήταν αλλά τελικά, ναι. Διασχίζει διαγώνια την Ακαδημίας και προλαβαίνει τα αυτοκίνητα που ανηφορίζουν. Κρατάει δυο χάρτινες τσάντες πολυκαταστήματος. Εγώ πλησιάζω από νοτιότερο σημείο και βλέπω τη φιγούρα του να ψηλώνει και να διαλύεται στη ζέστη. Τον προλαβαίνω στο ανέβασμα του στο πεζοδρόμιο, μπροστά στη μικρή πόρτα του «Παρακαταθηκών», αυτή που εκτοξεύει ανακουφιστικές ριπές μούχλας και υγρασίας. Οι τσάντες είναι γεμάτες φωτοτυπίες, αυτός άυπνος.

Σελ.19: Στην οδό Βουκουρεστίου περίμενε το πράσινο, πέρασε και με αργά βήματα έφτασε στη διασταύρωση με την Πανεπιστημίου. Στάθηκε. Στα τραπεζάκια του αντικρινού μπαρ διέκρινε γνωστές φυσιογνωμίες. Δώδεκα και μισή ακόμη, αλλά δεν άντεχε να περιμένει ως τη μία για το πρώτο ποτήρι της σήμερα.

Στην οδό Βουκουρεστίου, στο φανάρι αν ξεχαστείς και σηκώσεις το βλέμμα, έρχεσαι σε ευθεία με το νταμάρι της Πετρούπολης. Αν το χαμηλώσεις, Ζόναρς, κουλουράς, Σλουθ. Έκανε πάντα αυτό το κόλπο. Πέρναγε με κόκκινο χωρίς να κοιτάξει από τη μεριά της λωρίδας των λεωφορείων που έρχονταν ανάποδα, μια τελευταία ματιά  στο πεζοδρόμιο που άφησε προς τη μοναχική στάση που μόνο δύο τρόλεϊ σταματάνε και μετά μπροστά στο Ζόναρς κάνει πως κοιτάει τους θαμώνες αλλά ψάχνει τον εαυτό του στα τζάμια.

Σελ.30: Σ’ αυτή την αδικημένη πλευρά του Λυκαβηττού είχε νοικιάσει για οικονομία ένα μονώροφο στέγη, ακροκέραμα, πόρτα, δυό παράθυρα, όλα συμμετρικά, με χρώματα της ώχρας ή κεραμιδιά, κι εκείνο το ρυθμό της παλιάς Αθήνας που έχτιζε στα μέτρα του ανθρώπου. Στην πίσω μεριά ήταν το πλυσταριό κι ένας μικρός κήπος μια νεραντζιά που τα άνθη της μοσκοβολούσαν την άνοιξη, και μια συκιά που έκανε μεγάλα, κόκκινα σύκα τον Αύγουστο.  Ψηλά ,στην πρόσοψή του, ο σοβάς ήταν ξεφλουδισμένος, με βαθιές τρύπες εδώ και εκεί. Από τους όλμους του Δεκέμβρη, της είχε πει ο μεσίτης που της το νοίκιασε. Ποιο Δεκέμβρη; Του 1944,ντε, έκανε ο άνθρωπος απορημένος.

Τα οπωροφόρα της Αθήνας

Σελ.164: Κι ενώ συνεχιζόταν το κυνηγητό κι οι συγκρούσεις στην πλατεία Συντάγματος ,εγώ βρέθηκα τρέχοντας, σπρωγμένος από το πλήθος, στην οδό Βουκουρεστίου. Πέρα στο αντικρινό πεζοδρόμιο ύστερα από το Μπραζίλιαν είδα το κεφάλι της Φλώρας, έπειτα την είδα ολόκληρη, έτρεχε κι αυτή μονάχη της μέσα στο πλήθος δε φαινόταν να τη συνοδεύει κανένας απ τους φίλους της. Έτρεξα να τη συναντήσω μα για να διασχίσω το οδόστρωμα μου πήρε μερικές στιγμές ώσπου να φτάσω στο πεζοδρόμιο της Σταδίου εκείνη είχε χαθεί στη στοά του άλλου Μπραζίλιαν που βγάζει στη οδό του Καραγεώργη της Σερβίας. Λάθος έπρεπε να στρίψει και να κατεβαίνει για την Κλαυθμώνος, ποτέ μην μπαίνεις σε στοά όταν σε κυνηγούν, στην άλλη άκρη σε περιμένει το μπλόκο. Παλιά μαθήματα της κατοχής.

Σε κείνη τη συγκέντρωση, (Καλοκαίρι 1965,) διαδηλωτές ανέβαιναν ο ένας στους ώμους του άλλου σχηματίζοντας ανθρώπινους πύργους και σκάρωναν επιτόπου στιχάκια εναντίον του βασιλιά. Που το ξέρω; Το είδα στον ύπνο μου όταν διάβαζα το βιβλίο και μου το επιβεβαίωσε μια γυναίκα που η μάνα της, δασκάλα στο επάγγελμα, ήταν εκεί.

Σελ.218:  Πλάι στην πόρτα του υπόγειου κι απάνω απ’ το σωρό τα κάρβουνα είναι ένα παράθυρο με κάθετες σιδερένιες μπάρες, που η βάση τους έρχεται σύρριζα στο ύψος του πεζοδρομίου. Όταν σηκώσεις τα μάτια βλέπεις τους διαβάτες να περνούν όχι ολόκληρους, απ τα παπούτσια ως τα γόνατα και λίγο πιο πάνω. Έτσι είδα να περνούν δυό γυναικεία πόδια που μου φάνηκε πως τα ξέρω, μα φορούσαν κάτι ξεχειλωμένες παντόφλες, και είπα λάθος κάνω.

Υπάρχει αυτό το θέμα με τις γάμπες… ο καθηγητής –ένα από τα ελάχιστα πρόσωπα-
προς το οποίο τρέφει εκτίμηση ο ήρωας στο «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας», του Σελίν, βρίσκει καταφύγιο από την μίζερη καθημερινότητα της έρευνας, στο υπόγειο καφέ που γειτονεύει με σχολείο θηλέων. Την ώρα που σχολάνε οι – ομοιόμορφα ντυμένες -δεσποσύνες η θέα των γαμπών τους αφήνει έκπληκτο κάθε φορά τον καθηγητή.